- δοτική
- ηη τρίτη πτώση ονομάτων στην αρχαία ελληνική, την καθαρεύουσα, τη λατινική και άλλες γλώσσες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δοτική — Τρίτη πτώση των κλιτών μερών της ελληνικής γλώσσας. Η ετυμολογία της προέρχεται από την κυριότερη, κατά τους αρχαίους γραμματικούς, συντακτική χρήση της, εκείνη που δηλώνει το αντικείμενο προς το οποίο δίνεται κάτι. Για τον ίδιο λόγο από… … Dictionary of Greek
δοτικῇ — δοτικός inclined to give fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτική — δοτικός inclined to give fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτικῆι — δοτικῇ , δοτικός inclined to give fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτώση — Το πέσιμο, η προς τα κάτω φορά, το γκρέμισμα, το κατρακύλισμα, η ανατροπή. Στη γλωσσολογία η π. προσδιορίζει γενικά τη λειτουργία ενός ονόματος αναφορικά προς τα άλλα στοιχεία της φράσης, η οποία εκφράζεται με μια ιδιαίτερη κατάληξη, δηλαδή με… … Dictionary of Greek
κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… … Dictionary of Greek
αμύνομαι — (Α ἀμύνομαι και ἀμύνω) 1. βρίσκομαι σε άμυνα 2. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω κάποιον, προφυλάσσομαι από κάποιον 3. υπερασπίζομαι κάποιον ή κάτι, προασπίζω, προστατεύω την ακεραιότητα του, δίνω μάχη, αγωνίζομαι γι’ αυτόν (για τις συντάξεις… … Dictionary of Greek
Αθήνησι(ν) — Ἀθήνησι(ν) και Ἀθήνῃσι(ν) επίρρ. (Α) εν Αθήναις, στην Αθήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ἀθήν ησι, τοπική πτώση τού κυρίου ονόματος Ἀθῆναι. Ο τ. Ἀθήνησι ανήκει σ’ έναν περιορισμένο αριθμό τύπων, που αποτελούν υπολείμματα τής ινδοευρωπαϊκής τοπικής πτώσεως (πρβλ.… … Dictionary of Greek
Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… … Dictionary of Greek
αντιχαριστικός — ή, ό [αντιχαρίζομαι] 1. ο μη χαριστικός, ο επιζήμιος 2. «δοτική αντιχαριστική» η δοτική που φανερώνει το πρόσωπο εις βάρος ή για βλάβη του οποίου γίνεται ή υπάρχει κάτι … Dictionary of Greek